- χοροστατώ
- χοροστατῶ, -έω, ΝΜΑ [χοροστάτης]νεοελλ.(για αρχιερέα) προΐσταμαι κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίαςμσν.-αρχ.είμαι χοροστάτης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοροστατώ — χοροστατώ, χοροστάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χοροστατώ — χοροστάτησα 1. για αρχιερέα, ιερουργώ, προΐσταμαι στην τέλεση της θείας λειτουργίας. 2. προΐσταμαι στο χορό (στην εκκλησία ή στο θέατρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)